Τα «εύφλεκτα» δάση και η παρατεταμένη ξηρασία προοιωνίζονται δύσκολο καλοκαίρι
ΡΕΠΟΡΤΑΖ: Χάρης Καρανίκας
SΟS για τον κίνδυνο μεγάλων πυρκαγιών σε δάση όπου έχουν συσσωρευθεί μεγάλες ποσότητες από ξερόχορτα, κλαδιά και ρητίνη εκπέμπουν οι ειδικοί, εν όψει του καλοκαιριού και της δεύτερης συνεχόμενης χρονιάς ξηρασίας. Ταυτόχρονα, κάνουν λόγο για τις μεγαπυρκαγιές, το νέο, πλέον καταστροφικό είδος φωτιάς που προκαλείται από τις ιδιαίτερα ξηρές συνθήκες σε συνδυασμό με την έλλειψη υγρασίας του εδάφους και της αλλαγής των κλιματικών συνθηκών.
Oι ειδικοί επισημαίνουν ότι οι μεγαπυρκαγιές- όπως αυτή της Ηλείας πέρυσι- έχουν τεράστιο πύρινο μέτωπο με αποτέλεσμα η κατάσβεση να είναι ιδιαίτερα δύσκολη, ενώ βασικό χαρακτηριστικό τους είναι ότι διαρκούν μέρες και κατακαίνε εκτάσεις εκατοντάδων χιλιάδων στρεμμάτων. «Το φαινόμενο των μεγαπυρκαγιών αναμένεται να κάνει όλο και πιο συχνά την εμφάνισή του στην Ελλάδα και ο μόνος τρόπος για να μη θρηνήσουμε μεγαλύτερες απώλειες απ΄ ό,τι πέρυσι το καλοκαίρι είναι τα μέτρα πρόληψης», τονίζουν.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του κ. Παύλου Κωνσταντινίδη, από το Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών, ανάμεσα στις περιοχές που κινδυνεύουν περισσότερο περιλαμβάνονται η Σιθωνία, η Θεσπρωτία, τα δάση από την Κορινθία έως την Επίδαυρο, η Σκόπελος, η Μυτιλήνη, η Χίος και η Βόρεια Εύβοια. «Στις περιοχές αυτές τα δάση, που αποτελούνται κυρίως από πεύκα, δεν έχουν καεί τα τελευταία χρόνια και έτσι εντοπίζεται μεγάλη συσσώρευση καύσιμης ύλης. Αν προσθέσουμε την επερχόμενη ξηρή περίοδο και τη μείωση των βροχοπτώσεων, η εκδήλωση μεγάλων πυρκαγιών σε αυτά τα μέρη είναι ιδιαίτερα πιθανή καθώς η ρητίνη και το ξερό υπόστρωμα από χόρτα και κλαδιά δέντρων λειτουργούν σαν φιτίλι για τις δασικές εκτάσεις. Επιπλέον, οι ελλείψεις προσωπικού στη δασική υπηρεσία- οι οποίες ανέρχονται στο 60%- σε συνδυασμό με το ότι εξέλιπαν πλέον τα δασικά επαγγέλματα, όπως οι ξυλάδες και οι ρητινοσυλλέκτες, καθιστούν τη διαχείριση των δασών ελλιπή», επισημαίνει ο κ. Κωνσταντινίδης.
Οι παράγοντες κινδύνου
«Οι μεγαπυρκαγιές είναι πλέον ιδιαίτερα πιθανές και στον ελληνικό χώρο. Η εγκατάλειψη της υπαίθρου, οι καιρικές συνθήκες και οι συνεχείς δασικές εκτάσεις όπου επί δεκαετίες συσσωρεύεται βιομάζα και δεν διακόπτονται από ζώνες πυροπροστασίας ενισχύουν τα σενάρια των μεγάλων καταστροφικών πυρκαγιών που μαίνονται επί ημέρες χωρίς να μπορούν οι πυροσβεστικές δυνάμεις να τις κατασβέσουν. Όπως πέρυσι, έτσι και φέτος η έλλειψη βροχοπτώσεων και χιονοπτώσεων δυσχεραίνει την κατάσταση», λέει στα «ΝΕΑ» ο κ. Γαβριήλ Ξανθόπουλος, δασολόγος-πυρκαγιολόγος του Ινστιτούτου Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων.
«Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι λόγω των κλιματικών αλλαγών η άνοιξη μπαίνει νωρίτερα, με αποτέλεσμα να έχουμε μεγαλύτερη πυροσβεστική περίοδο. Το έδαφος ξεραίνεται περισσότερο ενώ οι λιγοστές, καταρρακτώδεις βροχοπτώσεις δεν διεισδύουν στο έδαφος. Έτσι, μειώνεται σταδιακά η υγρασία του εδάφους και δημιουργούνται οι συνθήκες για μεγαπυρκαγιές. Μάλιστα, Άγγλοι ερευνητές αναφέρουν ότι έως το 2030 η υγρασία του εδάφους στις περιοχές της Μεσογείου θα μειωθεί από 25%75%», τονίζει ο κ. Κώστας Συνολάκης, καθηγητής Φυσικών Καταστροφών του Πολυτεχνείου Κρήτης.
Ήδη χθες το μεσημέρι εκδηλώθηκε πυρκαγιά στην Εύβοια- που αποτέφρωσε κυρίως ελαιόδεντρα και τέθηκε υπό έλεγχο το βράδυ- γεγονός που επιβεβαιώνει ότι η αντιπυρική περίοδος έχει πια ανατραπεί από την κλιματική αλλαγή.
«Συχνό φαινόμενο»
Το περασμένο καλοκαίρι οι πυρκαγιές στην Πελοπόννησο, την Εύβοια, την Αττική και άλλες περιοχές της Ελλάδας έκαψαν πάνω από 2,7 εκατομμύρια στρέμματα, κατέστρεψαν εκατοντάδες σπίτια και στάθηκαν αιτία για να χάσουν τη ζωή τους περίπου 70 άνθρωποι. Τώρα οι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι θα πρέπει να «συνηθίσουμε» στο γεγονός ότι όλο και περισσότερες μεγαπυρκαγιές- όπως αυτή της Ηλείας- θα εκδηλώνονται στα χρόνια που θα έρθουν.
«Μέσα σε πέντε λεπτά η φωτιά διήνυσε 3 χιλιόμετρα και ήρθε στη Μάκιστο. Για να φτάσει κάτω από την Αρτέμιδα- στο σημείο του δυστυχήματος- πέρασαν άλλα πέντε λεπτά, ενώ για να προσεγγίσει τη Ζαχάρω δεν πρέπει να έκανε πάνω από ένα εικοσάλεπτο», λέει ο κ. Στάθης Κοκαλιάρης, κάτοικος Μακίστου, που έζησε από κοντά τις περυσινές πυρκαγιές στην Ηλεία. «Οι φλόγες έφταναν σε ορισμένα σημεία και τα 50 μέτρα. Το παράξενο της υπόθεσης ήταν ότι πριν εκδηλωθεί η φωτιά η ένταση του ανέμου δεν ήταν πάνω από 6-7 Μπωφόρ. Όμως όταν είχε πια ανάψει, μπορεί να ξεπερνούσε και τα 11 Μπωφόρ», λέει ο κ. Κοκαλιάρης και εξηγεί ότι η τελευταία φωτιά στην περιοχή του σημειώθηκε το 1993. «Τότε είχαμε προλάβει να τη σβήσουμε», επισημαίνει. Από το 1994 και μετά τα ξερόχορτα, οι ρητίνες και τα κλαδιά συσσωρεύονταν επί δεκατρία χρόνια στα συγκεκριμένα δάση της Ηλείας, με αποτέλεσμα να εκδηλωθούν οι περυσινές φωτιές.
Ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της μεγαπυρκαγιάς είναι ότι οι υψηλές θερμοκρασίες που αναπτύσσονται κατά την καύση της δασικής ύλης προκαλούν μεγάλους στροβιλισμούς του ανέμου- σε σημείο που η φωτιά αυτοτροφοδοτείται. Αποτέλεσμα; Η κατάσβεσή της είναι σχεδόν αδύνατη με τις κλασικές μεθόδους προσβολής όπως η κατά μέτωπο καταστολή με εναέριες και επίγειες πυροσβεστικές δυνάμεις.
πηγή: Τα ΝΕΑ
(0) |