27.08.10 |
Πηγή: εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Της ΣΟΦΙΑΣ ΝΕΤΑ
Ιδιαίτερα αυξημένη ήταν η θνησιμότητα από καρκίνο του ήπατος, των νεφρών και της ουροδόχου κύστεως για τις γυναίκες, αλλά και από καρκίνο του πνεύμονα στους κατοίκους των Οινοφύτων, σύμφωνα με το πρώτο μέρος έρευνας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Οι ειδικοί εικάζουν ότι μπορεί να ευθύνεται το μολυσμένο με εξασθενές χρώμιο νερό της περιοχής, αλλά προσθέτουν ότι χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση.
Οπως ανακοίνωσε χθες η επιστημονική υπεύθυνη της έρευνας καθηγήτρια Επιδημιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Αθηνά Λινού, η μελέτη κατέδειξε αυξημένη θνησιμότητα από καρκίνο του ήπατος, των νεφρών, της ουροδόχου κύστεως και του πνεύμονα κατά 14% στα Οινόφυτα, σε σύγκριση με την υπόλοιπη Βοιωτία.
5.842 άτομα
Στη μελέτη, η οποία χρηματοδοτήθηκε από το Κέντρο Ελέγχου Πρόληψης
Νοσημάτων (ΚΕΕΛΠΝΟ), πήραν μέρος 5.842 άτομα, που ήταν δημότες την
περίοδο 1999-2009 αλλά και μόνιμοι κάτοικοι της περιοχής. Στη διάρκεια
των 11 ετών, καταγράφηκαν 474 θάνατοι, από τους οποίους 118 οφείλονταν
σε καρκίνο.
Το πρόβλημα μπορεί να οφείλεται στο μολυσμένο με χρώμιο νερό της
περιοχής, ωστόσο προσθέτουν ότι χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση. Η
μελέτη θα παρουσιαστεί στο συνέδριο της Παγκόσμιας Εταιρείας
Περιβαλλοντικής Επιδημιολογίας, που πραγματοποιείται αυτές τις ημέρες
στη Σεούλ.
Σύμφωνα με τη δημοτική αρχή, το νερό των Οινοφύτων δεν χρησιμοποιείται
πλέον, ενώ δεν αποκλείεται η επίδραση άλλων παραγόντων όπως το κάπνισμα
και οι επαγγελματικές εκθέσεις, αλλά και η μόλυνση της ατμόσφαιρας.
Συνεντεύξεις
Κατά την επόμενη φάση της επιδημιολογικής μελέτης θα πραγματοποιηθούν
συνεντεύξεις με τους πλησιέστερους συγγενείς των θανόντων από καρκίνους
που παρουσίασαν μεγάλη αύξηση και θα συνεχιστεί η μελέτη νοσηρότητας
του Παρατηρητηρίου Υγείας Οινοφύτων, στο οποίο μέχρι σήμερα έχουν
εγγραφεί περίπου 2.000 άτομα. Σύμφωνα με τους ερευνητές, κρίνεται
σκόπιμο να επεκταθεί η μελέτη τόσο χρονικά (μετά το 2010) όσο και
τοπικά σε κοντινές περιοχές ή άλλες περιοχές με παρόμοιες μορφές
ρύπανσης.
Η μελέτη θνησιμότητας ολοκληρώθηκε με την ενεργό συμμετοχή επιστημόνων
από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Ινστιτούτο Προληπτικής Περιβαλλοντικής
και Εργασιακής Ιατρικής καθώς και τα Πανεπιστήμια του Χάρβαρντ και του
Ντάρμουθ. *
|