Jeroen van der Veer: Ο αγώνας για ένα νέο ενεργειακό κόσμο βρίσκεται στο ξεκίνημά του
Η ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ (Έντυπη έκδοση) Δευτέρα, 20 Ιουλίου 2009 07:00
Το σενάριό μας στη Shell προβλέπει ότι μέχρι το 2020 μέχρι και το 15% όλων των νέων αυτοκινήτων θα είναι υβριδικά και κάποια από αυτά θα έχουν τη δυνατότητα να συνδεθούν και να φορτίσουν τις μπαταρίες τους, τονίζει ο κ. Jeroen van der Veer.
Βρισκόμαστε στο ξεκίνημα μια νέας ενεργειακής εποχής. Θα υποκινείται από εναλλακτική ενέργεια και καθαρότερα ορυκτά καύσιμα. Αν οι κυβερνήσεις υιοθετήσουν τους σωστούς κανόνες και κίνητρα, μέχρι το μέσο αυτού του αιώνα, οι ανανεώσιμες πηγές θα παρέχουν σχεδόν το 30% της συνολικής ενέργειας στον κόσμο.
Η κοινωνία θα οδεύει προς την επίτευξη βιώσιμης κινητικότητας. Οι κεντρικές οδικές αρτηρίες του κόσμου θα σφύζουν από οχήματα με όλες τις μορφές ενέργειας: βενζίνη, diesel (ναι, ακόμα θα υπάρχει), ηλεκτρικό ρεύμα, βιοκαύσιμα, φυσικό αέριο και υδρογόνο.
Στα επόμενα χρόνια, τα συμβατικά
πετρελαιοκίνητα οχήματα θα διανύουν ολοένα και περισσότερη απόσταση ανά
λίτρο καυσίμου. Τα βιοκαύσιμα θα αποτελούν μέχρι και το 10% των υγρών
καυσίμων μετακίνησης κατά τις επόμενες δεκαετίες. Το σενάριο μας στη
Shell προβλέπει ότι μέχρι το 2020 μέχρι και το 15% όλων των νέων
αυτοκινήτων θα είναι υβριδικά, όπως το Toyota Prius, και κάποια από
αυτά θα έχουν τη δυνατότητα να συνδεθούν και να φορτίσουν τις μπαταρίες
τους.
Μετά το 2030, τα οχήματα με κυψέλες καυσίμου τροφοδοτούμενα με υδρογόνο
θα αποτελούν ένα μικρό αλλά αναπτυσσόμενο κομμάτι του στόλου. Μέχρι το
2050, περισσότερα από ένα δισεκατομμύριο ακόμα οχήματα παγκοσμίως
αναμένονται να εμφανιστούν στους δρόμους, παραπάνω από το διπλάσιο
σημερινό αριθμό.
Η μεγαλύτερη ποικιλία στα καύσιμα θα είναι ένα ευτύχημα για τους
καταναλωτές. Διαφορετικά καύσιμα θα είναι πιο δημοφιλή σε διαφορετικές
περιοχές. Στη Νότια Αμερική, τα βιοκαύσιμα πιθανότατα θα επικρατήσουν.
Στη Βραζιλία, η εθανόλη από ζαχαροκάλαμο ήδη προμηθεύει περισσότερο από
το 40% της ζήτησης για βενζίνη. Ενώ η Κίνα σχεδιάζει να επεκτείνει τη
παραγωγή και χρήση των υβριδικών και ηλεκτρικών οχημάτων, αξιοποιώντας
τα μεγάλα αποθέματα λιθάνθρακα που διαθέτει για την παραγωγή ενέργειας.
Καθώς ολοένα και περισσότερα οχήματα γίνονται ηλεκτρικά, το
περιβαλλοντικό αποτύπωμα των γεννητριών ενέργειας ανά των κόσμο θα
γίνει ακόμα πιο σημαντικό. Η αιολική, η ηλιακή και η ενέργεια υδρογόνου
θα αποτελούν το 30% της παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος μέχρι το 2030,
δηλαδή 18% περισσότερο από τώρα.
Πολλά νέα εργοστάσια λιθάνθρακα αναμένεται να δεσμεύουν τις εκπομπές
CO2 και να τις αποθηκεύουν υπογείως με ασφάλεια, αντί να τις
ελευθερώνουν στην ατμόσφαιρα. Οι εργοστασιακές μονάδες αυξητικά θα
μετατρέπουν τον λιθάνθρακα σε αέριο, αντί να τον καίνε. Στη συνέχεια,
θα κάνουν καύση του αερίου για την παραγωγή ενέργειας ή θα το
χρησιμοποιούν ως ακατέργαστο υλικό για διάφορα χημικά προϊόντα, ενώ το
διοξείδιο του άνθρακα θα δεσμεύεται και θα αποθηκεύεται. Τέτοιου είδους
ολοκληρωμένες εργοστασιακές μονάδες θα ξεκινήσουν να έχουν πολλές
ομοιότητες με διυλιστήρια.
Ομοίως, τα διυλιστήρια μπορούν να μετατρέψουν σε αέριο το ακατέργαστο
πετρέλαιο και να κάνουν χρήση του αερίου για την παραγωγή υδρογόνου
παράγοντας θερμότητα και ηλεκτρικό ρεύμα ενώ ταυτόχρονα να δεσμεύουν
και να αποθηκεύουν τις εκπομπές CO2.
Πράγματι, τα ορυκτά καύσιμα, ο λιθάνθρακας, το πετρέλαιο και το φυσικό
αέριο θα συνεχίζουν να παρέχουν περισσότερη από τη μισή ενέργεια
παγκοσμίως το 2050, χτίζοντας μια μεγάλη γέφυρα σε μια εποχή όπου οι
εναλλακτικές μορφές θα επικρατούν.
Ο αυξανόμενος πληθυσμός και τα υψηλότερα επίπεδα διαβίωσης για
δισεκατομμύρια άτομα στον αναπτυσσόμενο κόσμο σημαίνει ότι χρειαζόμαστε
όλες τις απαραίτητες πηγές ενέργειας για να διατηρήσουμε την
κινητικότητα των οικονομιών παγκοσμίως. Επομένως, ενώ ο κόσμος παλεύει
να αναπτύξει εναλλακτικά καύσιμα, πρέπει επίσης να βρει άλλες πηγές
ορυκτών καυσίμων, συμπεριλαμβανομένων και των μη συμβατικών, όπως οι
πετρελαιοφόροι αμμόλιθοι (oil sands).
Και πρέπει παράλληλα να επιταχύνουμε τις προσπάθειες για να
καταστήσουμε τα ορυκτά καύσιμα πιο καθαρά, με τη μείωση των εκπομπών
CO2 κατά τη παραγωγή και χρήση τους.
Τίποτα από τα παραπάνω δεν θα είναι εύκολα ή φτηνά. Πρέπει να αλλάξουν
βιομηχανικά και κυβερνητικά νομικά πλαίσια σε σημαντικό βαθμό και με
πολύ γρήγορους ρυθμούς. Σύμφωνα με το International Energy Agency,
μέχρι το 2030 θα χρειαστεί να επενδύσουμε $ 5.5 τρισεκατομμύρια μόνο σε
ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Αυτό ισούται με το να αγοράσει κανείς περισσότερα από 18,000 αεροπλάνα
Boeing 747, $300 εκατομμύρια το καθένα (μόνο περίπου 14,000 έχουν
κατασκευαστεί από το 1970). Δισεκατομμύρια δολάρια ακόμα πρέπει να
διατεθούν για την αναβάθμιση των δικτύων ηλεκτροδότησης ώστε να
αντεπεξέλθουν στην αυξημένη ζήτηση και τη διακοπτόμενη παροχή αιολικής
και ηλιακής ενέργειας.
Πολλά απ' αυτά τα κεφάλαια θα προέλθουν από ιδιωτικές εταιρίες, αλλά οι
κυβερνήσεις θα πρέπει να συνεχίσουν να προσφέρουν φορολογικά και άλλα
κίνητρα ώστε να ενθαρρύνουν την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών
ενέργειας, οι οποίες όμως είναι περιορισμένες σε σχέση με τις συνολικές
παγκόσμιες ενεργειακές ανάγκες. Συμπεριλαμβάνοντας την ενέργεια που
παράγεται από υδρογόνο, οι ανανεώσιμες πηγές αποτελούν περίπου το 7%
της παγκόσμιας ενέργειας. Η αιολική ενέργεια αντιστοιχεί περίπου στο
1%, με 70,000 τουρμπίνες. Τα βιοκαύσιμα, χάρη κυρίως στις μεγάλες
κρατικές επιχορηγήσεις, αποτελούν περίπου το 1%.
Αν βασιστούμε στην εμπειρία της κοινωνίας με την πυρηνική ενέργεια και
άλλες τεχνολογίες, οι νέες πηγές ενέργειας χρειάζονται τουλάχιστον 25
χρόνια για να φτάσουν σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο. Για να περιγράψουμε
το μέγεθος της πρόκλησης, στον τομέα της αιολικής ενέργειας θα
χρειαστούμε ακόμα 1-1.5 εκατομμύρια τουρμπίνες καλύπτοντας μια περιοχή
σχεδόν ίση με τη Γαλλία, ώστε να διασφαλίσουμε το 10% του παραγόμενου
ηλεκτρικού ρεύματος μέχρι το 2030. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να
επεκτείνουμε την παραγωγή τουρμπίνων αιολικής ενέργειας από 15,000 το
χρόνο σε 100,000 μέχρι το 2030.
Οι εταιρίες ενέργειας ήδη προετοιμάζονται για το μέλλον, αυξάνοντας την
παραγωγή φυσικού αερίου, καθαρότερων ορυκτών καυσίμων, επενδύοντας σε
ανανεώσιμες πηγές όπως είναι τα βιώσιμα βιοκαύσιμα και μελετώντας
τρόπους με τους οποίους μπορούν να δεσμεύσουν το διοξείδιο του άνθρακα
και να το αποθηκεύουν υπογείως με ασφάλεια. Αλλά το τεράστιο μέγεθος
της πρόκλησης είναι οι κυβερνήσεις που πρέπει να δράσουν, ενθαρρύνοντας
τη στροφή της κοινωνίας προς ένα νέο ενεργειακό σύστημα. Για
παράδειγμα, νέες, πολλά υποσχόμενες τεχνολογίες στη μείωση εκπομπών CO2
θα χρειαστούν αρχικά κρατική υποστήριξη ώστε να φτάσουν γρήγορα στο
απαραίτητο επίπεδο όπου θα μπορούν να έχουν σημαντικό αποτέλεσμα.
Ένα κρίσιμο σημείο είναι να βάλουμε μια τιμή στις εκπομπές θερμοκηπίου
- σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες όμως, χωρίς εξαιρέσεις. Προτιμώ ένα
σύστημα που καλύπτει τις εκπομπές αερίων ρύπων και επιτρέπει στις
εταιρίες να αντισταθμίζουν οικονομικά τους εκπεμπόμενους ρύπους, όπως
άλλωστε ήδη κάνει το Ευρωπαϊκό.
Αυτά τα συστήματα (Cap-and-trade) πρέπει να ενθαρρύνουν τη διαμόρφωση
μιας σχετικά σταθερής τιμής CO2 που θα έχει την μεγαλύτερη επιρροή στη
συμπεριφορά καταναλωτών ενέργειας και στην αποδοτικότητα των
εργοστασίων, σπιτιών και γραφείων. Θα χαλιναγωγήσει επίσης την
εφευρετικότητα των βιομηχανικών και κλαδικών επενδύσεων προς
αποδοτικότερες μειώσεις εκπομπών αερίων ρύπων.
Ενώ η ενεργειακή πολιτική μπορεί να δώσει ώθηση στην τεχνολογία,
κινδυνεύει επίσης πιθανότητα να αυξήσει κόστη και να γίνει πολιτικά μη
δημοφιλής. Καθώς οι κοινωνίες και οι πολιτικοί αρχηγοί αντιμετωπίζουν
δύσκολες αποφάσεις, πρέπει να έχουν υπόψη τους τι αν δεν αναλάβουν
δράση τώρα, μπορεί πιθανότατα αναγκαστούν να πάρουν πιο σκληρές
αποφάσεις στο μέλλον.
Η επιρροή της συμπεριφοράς των καταναλωτών μπορεί να αποδειχτεί το πιο
δύσκολο εγχείρημα όλων. Ενώ η τεχνολογία θα δώσει στη κοινωνία
περισσότερες επιλογές σχετικά με την ενέργεια, παραμένει ακόμα ασαφές
αν οι άνθρωποι είναι διατεθειμένοι να κάνουν καλύτερη χρήση αυτής.
Παρά τα τεράστια εμπόδια, η δημιουργία ενός νέου ενεργειακού συστήματος
θα μας ωφελήσει όλους. Θα αντιστρέψει τη ραγδαία ανάπτυξη των εκπομπών
θερμοκηπίου που έχουν προκαλέσει την υπερθέρμανση του πλανήτη. Θα
προσφέρει νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες για εταιρίες και
επιχειρηματίες. Θα δημιουργήσει καλοπληρωμένες θέσεις εργασίες σε μια
ακμάζουσα νέα βιομηχανία. Η ανταγωνιστικότητα μεταξύ των πηγών
ενέργειας θα δώσει ώθηση την καινοτομία, διατηρώντας τις τιμές
ενέργειας σε προσιτά επίπεδα, αυξάνοντας παράλληλα την παγκόσμια
ενεργειακή ασφάλεια. Ο αγώνας μόλις ξεκίνησε.
JEROEN VAN DER VEER, CEO Royal Dutch Shell plc
Ποιος είναι
Ο Jeroen van der Veer αποχωρεί από τη θέση του Διευθύνοντος Σύμβουλου
της Royal Dutch Shell plc και συνταξιοδοτείται στις 31 Ιουλίου 2009.
Συνεργάζεται με την εταιρία από το 1971 και από το 1995 κατέχει τη θέση
του προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της εταιρίας. Το Μάρτιο του
2007 η εταιρία ανακοίνωσε ότι θα παρέτεινε τη θητεία του για δύο ακόμη
χρόνια καθυστερώντας τη συνταξιοδότησή του. Ετσι ο Jeroen van der Veer
έγινε πρώτος επικεφαλής στη σύγχρονη ιστορία της που παρέμενε στη θέση
του μετά το 60ό του έτος. Στις 30 Ιουνίου έλαβε τίτλο τιμής από τη
βασίλισσα της Ολλανδίας.
(0) |