Πηγή: http://www.forest.gr/
Εργασία των κ. Καρέτσου και Δασκαλάκου (ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε.) για την αναγκαιότητα προσδιορισμού της βιοποικιλότητας στα ελληνικά δασικά οικοσυστήματα.
"Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΔΑΣΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ"
Γ. Καρέτσος και Ε.Ν. Δασκαλάκου
ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε, Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων & Τεχνολογίας Δασικών Προϊόντων, Τέρμα Αλκμάνος 11528 Ιλίσια, Αθήνα τηλ: 210-7787535, fax: 210-7784602, e mail: [email protected]
Περίληψη
Στην παρούσα εργασία, τονίζεται η σημασία της μελέτης και της παρακολούθησης της βιοποικιλότητας με αναφορές στο νομικό καθεστώς, που διέπει την προστασία και διατήρησή της. Ταυτόχρονα γίνεται βιβλιογραφική ανασκόπηση που αφορά τη βιοποικιλότητα στην Ελλάδα, σε επίπεδο ειδών και οικοσυστημάτων. Παράλληλα γίνεται αξιολόγηση των στοιχείων που παρατίθενται και ακολουθούν προτάσεις για την αποτελεσματικότερη και ολοκληρωμένη διερεύνηση και διατήρηση της βιοποικιλότητας.
Εισαγωγή
Μετά τη διάσκεψη και την υπογραφή της Συνθήκης
του Ρίο (1992) ο όρος «βιοποικιλότητα» χρησιμοποιείται ευρέως
εκφράζοντας τη βιολογική ποικιλότητα, δηλαδή τη ποικιλία των μορφών της
ζωής σε ένα συγκεκριμένο χώρο. Η μελέτη της βιοποικιλότητας σήμερα
εστιάζεται στη προστασία των γενετικών πόρων, των ειδών, των
φυτοκοινωνιών, των οικοσυστημάτων και των τοπίων μιας περιοχής (Ντάφης
κ.α. 1997).
Σε εθνικό επίπεδο, οι προσπάθειες για τη συγκρότηση
ισχυρού θεσμικού πλαισίου με στόχο την προστασία των ειδών και των
ενδιαιτημάτων φαίνεται πως δεν ήταν πάντοτε απόλυτα αποτελεσματικές
(Καράβελλας κ.α. 2003, http:// www.wcmc.org.uk/cgi-bin/pa_paisquery.p).
Ενδεικτικά
αναφέρονται τα κύρια στοιχεία του θεσμικού πλαισίου προς την κατεύθυνση
αυτή: Με το Ν. 856/1937 «Περί Εθνικών Δρυμών», ιδρύονται οι πρώτοι
Εθνικοί δρυμοί. Στη συνέχεια, σταδιακά ως το 1974, οι Δρυμοί φθάνουν
τους 10, τα Αισθητικά Δάση τα 19 και τα Διατηρητέα Μνημεία της φύσης τα
51. Με το Ν. 1465/1950 χαρακτηρίζονται ως Τοπία Φυσικού Κάλλους 300
περιοχές, με το Ν. 86/1969 που τροποποιήθηκε με 996/1971 «Περί Εθνικών
Δρυμών, Αισθητικών Δασών και Διατηρητέων Μνημείων της Φύσης»
οριοθετούνται σε πρώτη φάση οι προστατευόμενες περιοχές. Τελευταία, με
το Ν. 1650/1986 για «την προστασία του περιβάλλοντος» θεσμοθετήθηκαν α.
Περιοχές Απόλυτης Προστασίας της Φύσης β. Περιοχές Προστασίας της Φύσης
γ. Εθνικά Πάρκα δ. Προστατευόμενοι Φυσικοί Σχηματισμοί, Προστατευόμενα
Φυσικά Τοπία και ε. Περιοχές Οικοανάπτυξης. Πρόσφατα, με το Ν.
2742/1999 «Χωροταξικός σχεδιασμός και αειφόρος ανάπτυξη» εισάγεται η
έννοια του Φορέα Διαχείρισης Προστατευομένων Περιοχών (ΦΔ), δηλαδή του
υπεύθυνου φορέα για τη διοίκηση, διαχείριση και επιστημονική
παρακολούθηση των περιοχών αυτών. Σε πρώτη φάση, ιδρύθηκαν 27 ΦΔ με
αντικείμενο την προστασία και την ανάδειξη των σημαντικότερων
προστατευόμενων περιοχών της χώρας (ΥΠΕΧΩΔΕ 2004).
Η Κοινοτική
Νομοθεσία με την Οδηγία 79/409/ΕΟΚ «για την προστασία των άγριων
πουλιών» υποχρεώνει τα κράτη-μέλη να θεσμοθετήσουν Ζώνες Ειδικής
Προστασίας (ΖΕΠ, Special Protected Areas-SPA). Στην Ελλάδα
χαρακτηρίζονται 110 περιοχές ως ΖΕΠ. Επιπλέον, σε διεθνές επίπεδο, η
Συνθήκη Ραμσάρ (Ιράν 1971) επικύρωσε, από το 1974, 10 Ελληνικούς
Υγροτόπους Ραμσάρ. Σχεδόν δέκα χρόνια μετά την έκδοση της Οδηγίας
92/43/ΕΟΚ, το ευρωπαϊκό δίκτυο περιοχών Natura 2000 καλύπτει 420.000
km2 και 12.000 περιοχές, που αντιπροσωπεύουν το 13% του εδάφους της
Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης (Παπούλιας 2001). Με την Οδηγία 92/43/ΕΟΚ και την
ΚΥΑ ΦΕΚ 1289/28-12-1999 ενεργοποιείται και στην Ελλάδα το ευρωπαϊκό
δίκτυο περιοχών Natura 2000 και ιδρύονται οι Ζώνες Διατήρησης (Special
Areas of Conservation). Δηλαδή, οριοθετούνται 236 περιοχές με έκταση
27.228 Km2 που αντιστοιχούν στο 20.6% της ελληνικής επικράτειας,
ποσοστό συγκρίσιμο με άλλων ευρωπαϊκών χωρών (π.χ. Ισπανία, Πορτογαλία
και Δανία).
Συζήτηση - Συμπεράσματα
Σύμφωνα με τα παραπάνω,
φαίνεται ότι η χώρα μας δεν χωλαίνει θεσμικά, αλλά διαπιστώνεται μια
μεγάλη απόσταση, μεταξύ του νομοθετείν και του εφαρμόζειν. Αυτό
οφείλεται μάλλον στο ότι το κοινοβούλιο νομοθετεί ή πιέζεται να
νομοθετήσει και ο κρατικός μηχανισμός φαίνεται αδύναμος και ανώριμος να
εφαρμόσει. Το ίδιο προφανώς συμβαίνει και με το κοινωνικό σύνολο. Ένα
μικρό τμήμα του φαίνεται να αντιλαμβάνεται, να πιέζει τις κυβερνήσεις
και να αποδέχεται το θεσμικό πλαίσιο, ενώ αντίθετα το μεγαλύτερο τμήμα
εμφανίζεται κυρίως απαίδευτο και εν τέλει ανώριμο να αποδεχτεί το
σύγχρονο εξευρωπαϊσμένο πλαίσιο.
Επιπλέον, οι σύγχρονες ευρωπαϊκές
απαιτήσεις, ανέδειξαν τη βαθιά έλλειψη ερευνητικής υποδομής, την
περιορισμένη αντίληψη και χρηματοδότηση αντίστοιχων προγραμμάτων, με
αποτέλεσμα η χώρα μας να πιέζεται ασφυκτικά πλέον να παραδώσει
δεδομένα, τα οποία είναι ελλιπή και σε αρκετές περιπτώσεις, αν όχι τις
περισσότερες, χαλκευμένα.
Έτσι, στη χώρα μας μεγάλο τμήμα της
βιοποικιλότητας στο επίπεδο των ειδών και των γενετικών πόρων παραμένει
απροσδιόριστο. Τα υπάρχοντα δεδομένα αποδεικνύουν σαφώς ότι η
βιοποικιλότητα είναι ιδιαίτερα υψηλή όσον αφορά την άγρια χλωρίδα και
πανίδα (Legakis κ.α. 1998). Αυτό οφείλεται στο ότι η Ελλάδα αποτελεί
μία εξαιρετική περίπτωση, αφού καταλαμβάνει το 1/22 περίπου της
συνολικής έκτασης της Ε.Ε., εμφανίζει έντονο ανάγλυφο με υψόμετρα από 0
έως 3.000 m, μεγάλο αριθμό νησιών και μήκος ακτογραμμής 15.000 km, το
δε γεωγραφικό πλάτος κυμαίνεται από 340 35′ έως 410 40′ περίπου. Ο
πολύπλοκος γεωγραφικός της διαμελισμός, γεννά μια μεγάλη ποικιλία
περιβαλλόντων, από υποτροπικά έως μεσευρωπαϊκά και περιοχές με ισχυρό
βαθμό απομόνωσης. Το φυσικό αυτό υπόβαθρο δημιουργεί τα πρότυπα της
ποικιλότητας των ειδών και των ενδιαιτημάτων (Αριανούτσου 2000).
Λεπτομερέστερα,
η βοτανική εξερεύνηση της χώρας δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί (Dimopoulos
και Georgiadis 1995, Papastergiadou κ.α. 1997). Εκτιμάται ότι η
ελληνική χλωρίδα αποτελείται από 6308 taxa περίπου εκ των οποίων τα
1275 είναι ελληνικά ενδημικά (Ιατρού 1997). Νεότερα στοιχεία μάλιστα
(Delipetrou και Georghiou 2000) ανεβάζουν τον αριθμό των ενδημικών
ειδών σε 1328 taxa, δηλαδή το 17.4% των ειδών της ελληνικής χλωρίδας.
Από την ίδια πηγή διαπιστώνουμε ότι τα ενδημικά φυτά ανήκουν σε 49
οικογένειες και 234 γένη. Πλουσιότερες οικογένειες σε ενδημικά είδη
καταγράφονται οι : Compositae, Caryophyllaceae, Liliaceae, Labiatae και
Cruciferae. Τα Campanulaceae μάλιστα εμφανίζουν τον υψηλότερο βαθμό
ενδημισμού.
Από φυτοκοινωνιολογική άποψη (Papastergiadou κ.α. 1997),
ακολουθώντας το ιεραρχικό σύστημα των syntaxa, εμφανίζονται 209
φυτοκοινωνικές ενώσεις (Associations), που με τη σειρά τους
κατατάσσονται σε 91 συνενώσεις (Alliances), 56 τάξεις (Orders) και 41
κλάσεις (Classes) στη χώρα μας.
Όσον αφορά την πανίδα, εκτιμάται ότι
υπάρχουν 50.000 είδη ζώων εκ των οποίων τα 15.000 είναι γνωστά. Από
αυτά το 25% είναι ενδημικά είδη (Legakis κ.α., 1998). Παρ’ όλα αυτά η
μελέτη της βιοποικιλότητας στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται ως αποσπασματική
με σημαντικά κενά.
Τα είδη που προστατεύονται από την Ελληνική και
τη διεθνή νομοθεσία είναι συγκριτικά λίγα, περίπου 700 είδη ζώων και
900 είδη φυτών (Legakis κ.α. 1998). Ειδικές διαχειριστικές μελέτες
πραγματοποιήθηκαν ως σήμερα για ελάχιστα είδη και μάλλον αποσπασματικά.
Για άλλα είδη μικροοργανισμών (μύκητες, λειχήνες κλπ) δεν υπάρχουν
αξιόπιστα συγκεντρωμένα δεδομένα και όλες οι ενδείξεις υποστηρίζουν ότι
υπάρχει μεγάλη ποικιλότητα. Όσον αφορά τους γενετικούς πόρους, η
καταγραφή των βιοτεχνολογικών εφαρμογών στις διάφορες ποικιλίες
ενδημικών, αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών βρίσκεται ακόμα σε αρχικό
στάδιο.
Επιπλέον, σε επίπεδο οικοσυστημάτων η χώρα μας διαθέτει 25
τύπους οικοσυστημάτων όπως έχουν καταγραφεί στην Ελλάδα από το
πρόγραμμα CORINE και σε εφαρμογή της οδηγίας 92/43/ΕΕ, χωρίς να
συμπεριλαμβάνονται οι νέοι τύποι οικοτόπων που έχουν καταγραφεί από το
πρόγραμμα NATURA 2000. Σύμφωνα με την απογραφή δασών, η Ελλάδα
καλύπτεται στο 25% περίπου από υψηλά δάση σε καλή κατάσταση διατήρησης,
ως αποτέλεσμα της αειφορικής διαχείρισης από τη Δασική Υπηρεσία
(Υπουργείο Γεωργίας, ΓΓΔ&ΦΠ, 1992). Η ίδια έχει την ευθύνη
διαχείρισης και όλων των υπολοίπων δασικών εκτάσεων που ανέρχονται στο
70% της συνολικής έκτασης της χώρας. Επίσης έχει την ευθύνη της
διαχείρισης των 10 Εθνικών Δρυμών, 19 Αισθητικών Δασών, 11 Καταφυγίων
Άγριας Ζωής, 23 Εκτροφείων Θηραμάτων και 51 Μνημείων της Φύσης. Αξίζει
να σημειωθεί ότι οι περισσότερες από τις 264 περιοχές του δικτύου
NATURA 2000 που καταλαμβάνουν το 16% της χερσαίας έκτασης της χώρας
είναι δασικές περιοχές. Τέλος, τα σημαντικότερα είδη που βρίσκονται
κάτω από ιδιαίτερο καθεστώς προστασίας ενδημούν σε δασικές περιοχές.
Εκ
των προαναφερομένων καθώς και του υψηλού βαθμού ενδημισμού, η Ελλάδα
αποτελεί για την Ευρωπαϊκή χλωρίδα και πανίδα ένα από τα σημαντικότερα
καταφύγια πολλών απειλούμενων, κινδυνευόντων και σπάνιων ειδών. Ως εκ
τούτου, επιβάλλεται η μελέτη της βιοποικιλότητας των φυσικών και
αδιατάρακτων οικοσυστημάτων σε εθνικό επίπεδο.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο,
οι εργασίες που δημοσιεύονται για τη βιοποικιλότητα στα δασικά
οικοσυστήματα συνεχώς πληθαίνουν. Πρόσφατα, επεξεργάσθηκαν στοιχεία
(Dudley και Stolton 2003) σχετικά με τη μελέτη της βιοποικιλότητας στα
Εύκρατα Δάση και τα Δάση των Βόρειων και Αρκτικών Περιοχών (Temperate
and Boreal Forests). Παρόλο που τα δάση αυτά αυξάνονται σε έκταση,
παρατηρείται αντίστοιχα μείωση των φυσικών ή αυθεντικών δασών. Τα
φυσικά δάση αντικαταστάθηκαν με εντατικά διαχειριζόμενα δάση ή με
εκτεταμένες «φυτείες» (plantation) και απαντήθηκαν ερωτήματα σχετικά
με: i) τη «Φυσικότητα» (naturalness) των δασών, δίδοντας πληροφορίες
για τα «αδιατάρακτα από την ανθρώπινη παρέμβαση» δάση (undisturbed by
man) και τις εκτεταμένες «φυτείες», ii) τα «Δενδρώδη είδη» (Tree
species), με πληροφορίες για τα φυσικά ή εισαγόμενα δενδρώδη είδη, την
επιστημονική ονομασία και συχνότητα εμφάνισης τους, iii) το καθεστώς
προστασίας των δασών και δασικών εκτάσεων (Protection status of forests
and other wooded land), iv) τον αριθμό των κινδυνευόντων ειδών (Number
of endangered forest-dwelling species) και την αναλογία κινδυνευόντων
και ενδημικών ειδών στο σύνολο των ειδών κάθε χώρας, v) τον ορισμό των
επιγενών (εισβολέων) ειδών (invasive species) σε δασικές περιοχές και
τέλος vi) την αναγέννηση των δασών (Forest regeneration), με δεδομένα
για την έκταση των δασών σε κάθε χώρα, τις εκτάσεις υπό αναγέννηση και
την καταγραφή των μεθόδων αναγέννησης. Δυστυχώς στη μελέτη αυτή
παρουσιάζονται ελλιπή δεδομένα για την απεικόνιση και αξιολόγηση των
ελληνικών δασών.
Για τη μελέτη και τη διατήρηση της βιοποικιλότητας στη χώρα μας απαιτείται:
1.
κατ’ αρχή η ολοκλήρωση της απογραφής της χλωρίδας που ξεκίνησε με την
έκδοση του συγγράμματος Flora Hellenica (Strid και Tan 1997, 2002). Ως
σήμερα, έχουν τυπωθεί μόνο ο πρώτος και ο δεύτερος τόμος εκ του συνόλου
των δέκα.
2. η έκδοση ενός οδηγού για τα ενδημικά είδη της χώρας
μας, ώστε να γνωρίζουμε τι έχουμε και που βρίσκονται αυτά. Το Red Data
Book (Phitos κ.α. 1995) και τα Ενδημικά Φυτά της Πελοποννήσου (Tan και
Iatrou 2001) καλύπτουν μικρό αριθμό ειδών.
3. η αξιολόγηση της απογραφής και της χαρτογράφησης των τύπων οικοτόπων ως αποτέλεσμα του προγράμματος Natura 2000
4.
η εγκατάσταση δικτύου μόνιμων επιφανειών παρακολούθησης και η
δημιουργία βάσεως δεδομένων, με ενημέρωση κατά τακτά χρονικά διαστήματα
5. η οριστική οριοθέτηση των Εθνικών Δρυμών, πιθανόν η ενοποίηση ορισμένων και η δημιουργία νέων κυρίως στην Πελοπόννησο
6.
η εξασφάλιση φυσικών περιοχών επικοινωνίας μεταξύ των προστατευόμενων
περιοχών και η ικανοποιητική διαχείριση των υπολοίπων, ώστε οι πρώτες
να μη λειτουργούν ως απομονωμένες νησίδες
7. η ρύθμιση των
ανθρωπίνων δραστηριοτήτων εντός και εκτός των προστατευόμενων περιοχών
(γεωργία, διαχείριση δασών, κτηνοτροφία, αλιεία, κυνήγι, επέκταση
οικισμών, βιομηχανικές δραστηριότητες, επικοινωνίες, τουρισμός)
8. η
εκπόνηση των Ειδικών Περιβαλλοντικών Μελετών (ΕΠΜ) όλων των περιοχών
του δικτύου NATURA που προτείνονται για ένταξη στο Ευρωπαϊκό δίκτυο και
των Ιδιαίτερα Προστατευόμενων Περιοχών (SPA)
9. η αποσαφήνιση του νομικού πλαισίου, της εφαρμογής του και της ευθύνης διαχείρισης των προστατευόμενων περιοχών
10.
η ενίσχυση οικονομικών δραστηριοτήτων που θα συμβιβάζονται και θα
συμβάλλουν με το καθεστώς προστασίας και η θέσπιση αντισταθμιστικών
οφελών στους θιγόμενους
Το Ινστιτούτου Μεσογειακών Δασικών
Οικοσυστημάτων και Τεχνολογίας Δασικών Προϊόντων, στα πλαίσια του
Κανονισμού 2152/2003 EC, κατέθεσε (Σεπτέμβριος 2003) πρόταση για την
καταγραφή και παρακολούθηση της δασικής βιοποικιλότητας με τίτλο
«Forest BIOTA Test Phase Assessment» (http://www.forestbiota.org) από
κοινού με 14 Ευρωπαϊκές χώρες (Τσεχία, Δανία, Φινλανδία, Γαλλία,
Γερμανία, Ελλάδα, Ιταλία, Ολλανδία, Ρωσία, Ισπανία, Σλοβακία, Σλοβενία,
Ελβετία, Ουκρανία). Στόχος αυτής της πρότασης είναι η αξιοποίηση της
εμπειρίας των χωρών αυτών και η γνώση που αποκτήθηκε από τις μόνιμες
πειραματικές επιφάνειες (Level I & II) στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού
Προγράμματος (ICP on Assessment and Monitoring of Air Pollution Effects
on Forests). Οι παράμετροι που θα μελετηθούν αφορούν στη i) Δομή των
συστάδων (Stand structure), ii) Νεκρό ξύλο (dead wood), iii) Ταξινόμηση
Δασών (forest classification), iv) Επιφυτικοί λειχήνες (epiphytic
lichens) και v) Παρεδαφιαία Βλάστηση (ground vegetation). Η
προτεινόμενη κοινή μεθοδολογία πρόκειται να προσεγγίσει τη
βιοποικιλότητα στα ελληνικά δάση.
Όμως, για την ουσιαστική μας
συμμετοχή στο εν λόγω πρόγραμμα, απαιτείται μεγαλύτερος αριθμός
δειγματοληπτικών επιφανειών, ώστε οι μετρήσεις να αντιπροσωπεύουν
ευάριθμη ποικιλία οικοσυστημάτων.
(0) |