zoophilos
Αποσυνδεδεμένος
|
|
« στις: Αύγουστος 19, 2007, 04:26:18 μμ » |
|
Ενδιαφέρον άρθρο του Κώστας Στούπα από το περιοδικό Άρδην.
-----
Ο Πλάτωνας αναφέρει στον Κριτία ότι "Πριν 9.000 χρόνια, το αττικό τοπίο χαρακτηριζόταν από πράσινα βουνά και λιβάδια ενώ τώρα έχουν απομείνει λίγα δάση και θάμνοι που προσφέρουν τροφή για τις μέλισσες...". Είναι σχεδόν Βέβαιο ότι η αναφορά αυτή καθώς και αμέτρητες άλλες παρόμοιες, έχουν σαν σημείο εκκίνησης την υγρή περίοδο μετά την τελευταία φάση των παγετώνων κατά την οποία η βλάστηση, με την υπερβολική της ανάπτυξη και επέκταση, κατέκλυσε τη μεγαλύτερη έκταση του πλανήτη.
Ο Πλάτωνας βέβαια δεν έζησε 1000 χρόνια πριν την εποχή του, ούτε ήταν σε θέση να γνωρίζει τις γεωλογικές περιόδους και τα χαρακτηριστικά που τις συνόδευαν. Το πιο πιθανό είναι η εποχή της "κυριαρχίας" των φυτών στη γη, να αποτυπώθηκε τόσο έντονα στη μνήμη του ανθρώπινου γένους ώστε, για χιλιάδες χρόνια και από γενιά σε γενιά, να μεταδιδόταν η εικόνα αυτού του χαμένου παράδεισου. Στη συνέχεια της ίδιας παραγράφου γράφει ο Πλάτωνας "...καθώς και βράχοι και πέτρες, αφού το πλούσιο και αφράτο χώμα έχει παρασυρθεί στη θάλασσα. Δεν είναι επομένως μακριά ο καιρός που τα εναπομείναντα δάση δεν θα τροφοδοτούν με την ξυλεία τους τις ανθρώπινες ανάγκες". Μ' αυτές τις τελευταίες φράσεις είναι εμφανές ότι στη χώρα μας, αν και δεν έλειψε ποτέ η ευαισθησία και η επίγνωση του προβλήματος της καταστροφής του περιβάλλοντος, υπήρχε πάντα μεγάλη απόσταση ανάμεσα σ' αυτή την επίγνωση και την πραγματικότητα της σωστής διαχείρισης των περιβαλλοντικών πόρων. Αυτό αποδεικνύεται, πολύ απλά, από το ότι ενώ έχουν περάσει πάνω από 2000 χρόνια από την εποχή που ο Πλάτωνας έγραφε τα παραπάνω, η Ελλάδα παραμένει η μόνη χώρα στην Ευρώπη η οποία ακόμα δεν έχει δασικό κτηματολόγιο.
Η αντίθεση του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον ξεκινάει με τις απαρχές του ανθρώπινου πολιτισμού. Μπορούμε να συμπεράνουμε με σχετικά εύκολο τρόπο την κατάσταση του φυσικού περιβάλλοντος από το βαθμό κοινωνικής, οικονομικής και πολιτιστικής ανάπτυξης. Μπορεί σήμερα οι καταστροφές του περιβάλλοντος από τις δραστηριότητες του ανθρώπου να εκτείνονται στον αέρα, στο νερό και το έδαφος, αλλά για χιλιάδες χρόνια οι καταστροφές είχαν για κύριο στόχο τους τα δάση.
Δυστυχώς γι' αυτά, τα δάση προμηθεύουν τους ανθρώπους με την ξυλεία τους για οικιστικές, ναυπηγικές και ενεργειακές ανάγκες, τους προμηθεύουν ακόμη με εκτάσεις γης όταν αυτά εκχερσώνονται για καλλιέργειες, οικιστική δραστηριότητα και βοσκότοπους. Αυτοί είναι οι κύριοι λόγοι για τους οποίους τα δάση του πλανήτη πολύ γρήγορα άρχισαν να υποχωρούν με την εμφάνιση των πρώτων οργανωμένων κοινωνιών. Οι κυριότεροι λόγοι που η Ελλάδα έρχεται τελευταία από άποψη δασοκάλυψης στην Ευρώπη, είναι ότι αφ' ενός μεν ο ελληνικός χώρος έχει ιστορία οργανωμένων κοινωνιών μερικών χιλιάδων χρόνων, πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα την υπερβολική εκμετάλλευση των δασών, αφ' ετέρου δε η δομή της νεοελληνικής δημόσιας διοίκησης που από την εποχή της σύστασης του ελληνικού κράτους μέχρι σήμερα δεν κατάφερε να αποτρέψει την αποψίλωση των ελληνικών δασών και να εμφυσήσει στους πολίτες το σεβασμό για το περιβάλλον.
Όταν οι Ίωνες, οι Αιολείς, οι Αχαιοί και οι Δωριείς έφταναν σε διάφορες εποχές στον σημερινό ελλαδικό χώρο, αυτός ήταν κατάφυτος με απέραντα δάση. 'Πεποίκιλται δε η γη χλόαις μυρίαις, όρεσί τε υψηλοίς, και βαθυρύτοις δρυμοίς" αναφέρει ο Αριστοτέλης. Από τα δυτικά παράλια μέχρι τα ανατολικά αιγαιοπελαγίτικα παράλια ο ελληνικός χώρος, βουνά, πεδιάδες, πλαγιές και ρεματιές έσφυζαν από δάση και έλατα, πεύκα, δρυς, καστανιές, οξυές, πουρνάρια, καθώς και κουμαριές, πικροδάφνες, κουτσουπιές, ρυίκια και ό,τι άλλο ευδοκιμεί στο σημείο αυτό της υδρογείου. Το κλίμα στον ελληνικό χώρο εκτός από το μικροκλίμα διαφόρων περιοχών, παραμένει αμετάβλητο από τότε μέχρι σήμερα.
Αλλά καθώς οι κάτοικοι του ελληνικού χώρου οργανώνουν κοινωνίες και αυξάνονται πληθυσμιακά, τα δάση αρχίζουν να υποχωρούν. Ο Ερατοσθένης έλεγε για τους ανθρώπους της Κύπρου ότι αντιμετωπίζουν τόσες πολλές δυσκολίες στο να εκχερσώσουν τις πεδιάδες της, που όποιος εκχέρσωνε ένα κομμάτι γης του επετρέπετο να το έχει ως ιδιόκτητο. Ήδη από τον 4ο π.Χ. αιώνα, τα πυκνά δάση του ελληνικού χώρου έχουν περιοριστεί κυρίως στις οροσειρές της Πίνδου, της Οίτης, του Παρνασσού, του Ολύμπου και του Ταϋγέτου.
Οι πρώτες δασικές εκμεταλλεύσεις ήταν το κυνήγι, η κτηνοτροφία και οι ανάγκες της ξυλείας, όσο όμως ο πληθυσμός αυξανόταν και οι κοινωνίες αποκτούσαν υψηλότερο οργανωτικό επίπεδο, η αποψίλωση των δασών εντεινόταν. Πρώτα άρχισαν να εξαφανίζονται τα παραλιακά δάση που εκτός των προαναφερθέντων λόγων υλοτόμησής τους, προσετέθη και ένας σημαντικός λόγος ακόμα, οι εμπορικές σχέσεις των αρχαίων Ελλήνων με τους Φοίνικες και τους Αιγυπτίους. Οι τελευταίοι και οι Φοίνικες ιδιαίτερα, κατοικώντας στην άδενδρη Παλαιστίνη και έχοντας σημαντική ναυτική δύναμη, είχαν ανέκαθεν ανάγκη από ξυλεία για τα σκάφη τους.
Με την πάροδο του χρόνου και πέρα από την πληθυσμιακή αύξηση, αλλάζει και η κοινωνική οργάνωση των αρχαιοελληνικών κοινωνιών. Οι αριστοκράτες περιορίζονται και οι μικροϊδιοκτήτες αυξάνονται. Μαζί τους αυξάνεται και η ένταση της εκμετάλλευσης των δασικών εκτάσεων και του εδάφους γενικότερα. Ενώ η Ζάκυνθος και η Λευκάδα στον Όμηρο συναντούνται δασωμένες, αργότερα κατά τους χρόνους της Αναγέννσης στην ελληνική κλασική αρχαιότητα αυτές παρουσιάζονται αποψιλωμένες. Για την Αττική διαβάζουμε στην "Δασική ιστορία της Ελλάδος" του Π.Κόντου "Εν Αττική, επί του Κιθαιρώνος και τον Πάρνηθος, όπου έως τότε πυκνά δάση ανεπτύσσοντο και ο Ηρακλής εφόνευσε λέοντα, ,η αξίνη, ο πέλεκυς και το πυρ είχαν περιορίσει αυτά περί τα 451 π.Χ. ως, βασικά χαμηλά πρεμνοφυή δάση, και βοσκοί, όπου μόνον ανθρακείς ειμπορούοαν να εργάζονται ή ποίμνια κατά το βέρος να διαιτώνται".
Κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής κυριαρχίας ο περιορισμός των δασικών εκτάσεων συνεχίζεται αμείωτος. Μόνο εξ αιτίας της διαταγής του Σίλα δενδροτομείται το 30% του αττικού χώρου, τον 1ο π.Χ. αιώνα. Αργότερα, στη βυζαντινή αυτοκρατορία και ενώ ο πληθυσμός της Αττικής μειώνεται δραστικά και περιορίζεται η εκμετάλλευση των αττικών δασών, αυτά δημιουργούνται ξανά μέσω της φυσικής αναγέννησης. Το πρόβλημα όμως τώρα μεταφέρεται αλλού. Η Κωνσταντινούπολη, πρωτεύουσα της βυζαντινής αυτοκρατορίας, κατά την εποχή του Ιουστινιανού, του Ηρακλείου και των Ισαύρων είχε πληθυσμό 1.000.000 κατοίκους περίπου, που σημαίνει 150.000 νοικοκυριά, που υπολογίζεται ότι χρειάζονταν 750.000 κ.μ. ξυλεία μόνο για καύση. Αν λάβουμε υπ' όψη ότι η βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν σπουδαία ναυτική δύναμη και το επίπεδο της διαβίωσης των κατοίκων της απαιτούσε αυξημένη οικιστική δραστηριότητα, καταλαβαίνουμε ότι η αποψίλωση γύρω από την Κωνσταντινούπολη και τα αλλά πληθυσμιακά κέντρα ήταν αυξημένη.
Την περίοδο της τουρκοκρατίας τα ελληνικά δάση βρίσκονταν ακόμη σε σχετικά καλή κατάσταση. Ο Θ. Κολοκοτρώνης λέει σχετικά ότι "εις εκείνον τον καιρόν ο κόσμος ήτο ανέβγαλτος. Δεν ήτο συγκοινωνία. Και εκτός τινών ορεινών μερών, όπου οι κάτοικοι υποχρεωμένοι να ξεχειμωνιάζουν τα ποίμνια των άλλον ή να παραδέρνουν δια να ζήσουν, οι άλλοι δεν επεριφέροντο και σπανίως επήγαινε ο ένας εις άλλο χωρίον και αν ήσαν δύο ώρας μακράν. Όλα τα βουνά όπου τώρα είναι μιοόγυμνα ήσαν σκεπασμένα από δένδρα, πλην ολίγον κατ' ολίγον για τας ανάγκας των οι άνθρωποι και από φωτιές που άναβαν, ολιγόστευαν τα δάση αυτά. Ο κόσμος εις εκείνο τον καιρό ήταν όλως ακαταστασία και ασφάλεια δεν υπήρχε, έφεύγε και κατοικούσε στα βουνά και δύσβατα μέρη,, δια να εύρουν οι άνθρωποι ολίγη ανάπαυσιν και ασφάλειαν". Από τις παραπάνω φράσεις του Θ. Κολοκοτρώνη προκύπτει ότι κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας προστέθηκε άλλο ένα πρόβλημα για τα ελληνικά δάση. Οι υπόδουλοι ραγιάδες οι οποίοι αισθάνονταν ανασφάλεια στα πεδινά, όπου υπήρχαν τα πληθυσμιακά και διοικητικά κέντρα, μετακόμιζαν σε ορεινές και δύσβατες περιοχές. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα περιοχές που μέχρι τότε, λόγω της απόστασης και του απρόσιτου της διαβατότητας είχαν διασώσει το δασικό τους πλούτο, να υποστούν τις συνέπειες της οικιστικής, γεωργικής και κτηνοτροφικής εκμετάλλευσης.
Κατά την περίοδο της απελευθέρωσης της Ελλάδας από τον τουρκικό ζυγό υπολογίζεται ότι τα ελληνικά δάση κάλυπταν το 50% περίπου του ελληνικού εδάφους. Έκτοτε η πληθυσμιακή αύξηση, η οικονομική και τεχνική ανάπτυξη τα έχουν περιορίσει σήμερα στο 18-19% με συνεχείς τις τάσεις αφανισμού τους. Στη διάρκεια όλων αυτών των αιώνων η εκμετάλλευση του δασικού πλούτου γινόταν χωρίς κανένα συστηματικό προγραμματισμό και χωρίς να λαμβάνονται υπ' όψη όροι δασοπονίας στα ελληνικά δάση. Η πρώτη προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση έγινε από Βαυαρούς δασολόγους που έφερε στην Ελλάδα ο Όθωνας. Η περίοδος αυτή ορίζεται από το 1833 έως το 1893 και περιλαμβάνει νομοθετικά διατάγματα που διαχωρίζουν τη δημόσια από την ιδιωτική δασική ιδιοκτησία, την επιτήρηση από μέρους του κράτους των ελληνικών δασών, καθώς και τους όρους εκμετάλλευσης των. Τα μέτρα αυτά για λόγους έλλειψης υποδομής της ελληνικής δημόσιας διοίκησης δεν απέδωσαν αυτά που ανεμένετο να αποδώσουν.
Η δεύτερη περίοδος μελέτης, επιτήρησης και ορθολογικής εκμετάλλευσης του δασικού πλούτου της χώρας αρχίζει από το 1893 και φτάνει ως το 1931. Την περίοδο αυτή ιδρύεται στην Γεωργική Σχολή της Βυτίνας η Δασική Σχολή, στην οποία εκπαιδεύτηκε για πρώτη φορά προσωπικό ειδικευμένο σε θέματα δασικής εκμετάλλευσης. Αργότερα ιδρύθηκε στο ΕΜΠ της Αθήνας Ανωτέρα Δασολογική Σχολή. Ακόμα κατά την περίοδο αυτή με διάφορες νομοθετικές ρυθμίσεις ορίζονται μέσω των δασαρχείων, η διάρθρωση των δασοπονικών λειτουργιών, 5ετείς - 10ετείς δασοπονικές περίοδοι και κανόνες εξασφάλισης της αναγέννησης των δασών και της ρύθμισης της βοσκής.
Κατά τις τελευταίες περιόδους, 1931-1940 και 1940 μέχρι σήμερα, αναγνωρίστηκε, πέρα από την επιτήρηση των δασών, η ανάγκη της βελτίωσης και του τεχνικού πολλαπλασιασμού των, απαγορεύτηκε η αιγοβοσκή στα δάση και η λαθρουλοτομία, ιδρύθηκαν οι Εθνικοί Δρυμοί και τέλος ιδρύθηκαν σ' όλη τη χώρα δασικές υπηρεσίες. Όλα τα παραπάνω αναφέρονται δειγματοληπτικά περίπου για να καταδείξουν τις αλλαγές που έχουν επέλθει στον τρόπο αντιμετώπισης των ελληνικών δασών από την πολιτεία και τους πολίτες. Αλλά παρ' όλα αυτά τα ελληνικά δάση (όπως και τα δάση όλου του πλανήτη) συνεχίζουν την φθίνουσα πορεία τους, αφ' ενός μεν γιατί η νομοθεσία ήταν ελλιπής και αδυνατούσε να προσφέρει ολοκληρωμένη προστασία και αφ' ετέρου, γιατί παραβιαζόταν ασύστολα και η υπάρχουσα λειψή νομοθεσία.
Τα ελληνικά δάση σήμερα Η γεωγραφική θέση της Ελλάδας μαζί με το γεωυπόθεμά της (πέτρωμα, έδαφος), το ανάγλυφο και το κλίμα της, διαμορφώνουν τις κατάλληλες συνθήκες για μια βλάστηση που εκτός της Ιβηρικής χερσονήσου, διατηρεί τη μεγαλύτερη ποικιλία ειδών χλωρίδας στην Ευρώπη. Η Ελλάδα δεν διαθέτει ούτε εκτεταμένες εκτάσεις ερημοποιημένες, όπως η γειτονική Αφρική, αλλά ούτε εκτεταμένα πυκνά και υγρά δάση όπως η γειτονική κεντρική Ευρώπη. Ο ελληνικός χώρος διαθέτει μια χαρακτηριστική ισορροπία μεταξύ των ιδιαιτεροτήτων όλων αυτών των γειτονικών ηπείρων και ως εκ τούτου αποκτά μια σημαντική θέση στην κατανομή των διαφόρων ποικιλιών χλωρίδας.
Από τα είδη της ελληνικής χλωρίδας το 13% περίπου είναι ενδημική (δηλαδή απαντάται μόνο στην Ελλάδα, όπως π.χ. δίανθος, βιόλα του Άθω, ρίγανη), ενώ εκτός από τα αυτοφυή είδη του ελλαδικού χώρου υπάρχει σήμερα και ένας αρκετά μεγάλος αριθμός φυτών ξενικής προέλευσης.
Η δασική βλάστηση στη χώρα μας χωρίζεται κυρίως σε πέντε ζώνες βλάστησης , οι ζώνες αυτές είναι η ευμεσογειακή, η παραμεσογειακή, η ζώνη δασών της οξυάς, ελάτης και ορεινών παραμεσογειακών κωνοφόρων, η ζώνη των ψυχρόβιων κωνοφόρων και η εξωδασική ζώνη των ψηλών ορέων με τη θαμνώδη και ποώδη βλάστηση τους. Ακόμη υπάρχει η "ζώνη" της μαύρης πεύκης που ανάλογα με το αν συμπίπτουν διάφοροι παράγοντες εμφανίζεται σε αρκετές από τις προαναφερθείσες ζώνες.
Η σύνθεση των ελληνικών δασών είναι αποτέλεσμα πολλών παραγόντων, υψομετρικών, γεωγραφικών, εδαφολογικών κλπ. Στο νότιο μέρος π.χ. ευδοκιμούν τα διάφορα κωνοφόρα όπως τα πεύκα, οι κουκουναριές, οι αριές. Στις λοφώδεις και ημιορεινές περιοχές της ηπειρωτικής χώρας ευδοκιμούν οι δρύες, η μαύρη πεύκη, οι οστρυές και οι γαύροι, τα πουρνάρια, τα φυλλοβόλα δάση καστανιάς, φλαμουριάς κ.ά. Σε μεγαλύτερα υψομετρικά σημεία και βορειότερα έχουμε τα υγρόφιλα δάση από οξυές και έλατα, ενώ στη ζώνη των ψυχρόβιων κωνοφόρων στις ορεινές περιοχές έχουμε τα δάση της λευκόδερμης δασικής πεύκης και τα δάση ερυθρελάτης. Άλλα χαρακτηριστικά άτομα που συναντάμε μεμονωμένα ή κατά συστάδες στα ελληνικά δάση είναι οι καστανιές, τα σφεντάμια, οι φτελιές, οι φλαμουριές, οι φουντουκιές, οι κρανιές και άλλα.
Οι κυριότερες αναλογίες στα δασικά μας συγκροτήματα είναι οι παρακάτω : Δρυς 35% των δασών, πεύκα 25%, έλατα 12%, οξυές 10%, καστανιές 2%.
Αλλά πριν κλείσουμε τα της ποικιλίας των ελληνικών δασών θα ήταν σοβαρή παράλειψη να μην αναφερθούμε στην περίφημη μεσογειακή μακκία. Μια μορφή βλάστησης που συνήθως είναι αποτέλεσμα της υποβάθμισης των δασικών εκτάσεων και που η εξάπλωση της εκτείνεται σε μεγάλο μέρος της ελληνικής γης. Μερικά από τα είδη που συναντάμε στην, θαμνώδη κυρίως, αυτή βλάστηση είναι οι κουμαριές, οι κουτσουπιές, δάφνες, αγριελιές, λιόπρινα, βάτοι κ.λπ.
Οι εχθροί των ελληνικών δασών Όπως είπαμε και παραπάνω τα ελληνικά δάση χρόνο με το χρόνο αφανίζονται. Οι κυριότεροι λόγοι αυτού του αφανισμού είναι οι δασικές πυρκαγιές, η ξηρασία, οι διάφοροι μύκητες, έντομα και ασθένειες, η λαθροϋλοτομία, η ρύπανση του περιβάλλοντος, οι καταπατήσεις και η υπερβόσκηση.
Οι δασικές πυρκαγιές από το 1973 και μετά αυξήθηκαν κατακόρυφα και οφείλονται είτε σε απροσεξίες, είτε σε εμπρησμούς προκειμένου να δημιουργηθούν βοσκοτόπια και οικοπεδικές εκτάσεις. Ακόμη, από τη σύγκριση των διάφορων στατιστικών στοιχείων συνάγεται ότι τα ελληνικά δάση καίγονται περισσότερο τις χρονιές που η χώρα αντιμετωπίζει κρίση στο πολιτικό, κοινωνικό ή εθνικό επίπεδο (βλ. πίνακα 1).
Η ξηρασία του ελληνικού χώρου είναι ένας ακόμα σημαντικός εχθρός των ελληνικών δασών. Η ξηρασία αδυνατίζει τα μεγάλα δένδρα με αποτέλεσμα αυτά να γίνονται ευπρόσβλητα στις διάφορες ασθένειες και έντομα, καθώς επίσης δυσκολεύει τη φυσική ή τεχνητή αναγέννηση των δασών. Πέρα από τους διάφορους μύκητες και έντομα που προσβάλλουν τα δάση μας, καταστροφική είναι και η εξάπλωση ασθενειών όπως η ολλανδική ασθένεια της φτελιάς, η μελάνωση της καστανιάς και ένα είδος καρκίνου που προσβάλλει τα κυπαρίσσια.
Η βόσκηση είναι ένας άλλος σοβαρός εχθρός των δασών. Η εντατική βόσκηση σε δασικές εκτάσεις περιορίζει τη φυσική αναγέννηση των δασών με αποτέλεσμα τη γήρανση και κατά συνέπεια, μακροπρόθεσμα, την εξαφάνιση τους. Επίσης η καταστροφή από τη βόσκηση είναι σημαντικότερη όταν πρόκειται για εκτάσεις που πρόσφατα έχουν καεί και η φυσική αναγέννηση εμποδίζεται κατ' αυτό τον τρόπο.
Μαζί μ' όλους αυτούς τους εχθρούς των ελληνικών δασών πρέπει να προσθέσουμε και την ελληνική νομοθεσία. Η ελαστικότητα της ελληνικής νομοθεσίας καθώς και η έλλειψη δασικού κτηματολογίου για όλη τη χώρα (εκτός της Ρόδου), αφήνοντας ασαφή τα όρια μεταξύ των δημόσιων και ιδιωτικών εκτάσεων καθώς και μεταξύ δασικών και μη δασικών εκτάσεων, δημιουργούν τις πλέον κατάλληλες προϋποθέσεις για τη συνέχιση της εξαφάνισης των ελληνικών δασών. Όλα αυτά, μαζί με τη συστηματική έλλειψη ενημέρωσης από μέρους της πολιτείας η οποία θα δημιουργούσε στους πολίτες τον ανάλογο της κατάστασης σεβασμό για τα ελληνικά δάση, είναι τα δεδομένα εκείνα τα οποία σηματοδοτούν ένα όχι και τόσο ευοίωνο μέλλον για τα ελληνικά δάση.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Π. Κοντός, Η Δασική Ιστορία Της Ελλάδος, 1929.
2. Ελληνικά Δάση, Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Γουλανδρή - ΕΤΒΑ, 1989.
3. Π. Μπρουσάλη, Η Φύση. Γύρω Μας, Ελληνική Εταιρεία Προστασίας της Φύσης.
Κώστας Στούπας
Κ. Στούπας
|