LoukiaSofou
Αποσυνδεδεμένος
|
|
« στις: Μάρτιος 06, 2008, 12:00:15 μμ » |
|
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Β.Δ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΠΕΛΑ ΣΤΟ ΠΕΛΑΓΟΣ .............................. Δυτικά του χωριού, προς το δρόμο για το διπλανό χωριό, την Ξυνιάδα, η ματιά μας έτρεχε στις παρθένες πλαγιές και στους γήλοφους. Ξεχώριζε η Καρδαρού, ένας λοφίσκος γυμνός που είχε το σχήμα ενός αναποδογυρισμένου καρδαριού, ξύλινου σκεύους που χρησιμοποιούν οι τσομπάνηδες για το γάλα. Η Καρδαρού λοιπόν είχε μείνει πεισματικά γυμνή από δέντρα, ενώ έβλεπες ο μικρός και ο μεγάλος Αϊ-Λιας να είναι δασωμένος, οι Μουριές επίσης, το Πλατανόρεμα επίσης. Η Καρδαρού όχι. Ήταν προκλητική με τη χλοϊσμένη όψη της, σαν αμούστακο παιδόπουλο… Και ήταν απέναντι στο σχολείο μας. Ο καιρός μάλλον ήπιος. Το οροπέδιο Δομοκού με πεντακόσια μέτρα υψόμετρο, κλειστό ένα γύρω από μικρά και μεγάλα βουνά, απολήξεις της Όθρης, έχει κλίμα ήπιο, ούτε βαρύ χειμώνα ούτε κάψα το καλοκαίρι. Και σαν είπε ένα πρωί ο δάσκαλος, «Θέλετε να πάμε εκδρομή στην Καρδαρού;»όλα τα παιδιά συμφώνησαν μ’ένα παρατεταμένο κι εκκωφαντικό «Ναιαιαιαι…». Η απόσταση δεν ήταν πάνω από μισή ώρα δρόμος. Θυμάμαι εκείνη την εκδρομή… Πώς ξεχυθήκαμε στο δρόμο σαν τα αρνοκάτσικα την άνοιξη, περάσαμε από τ’αλώνια, τα Πλατανάκια, περάσαμε το Ζαπαντόρεμα, κι ανηφορίζαμε για την Καρδαρού. Γέλια, πειράγματα, τρεχάλες, πιασμένα χέρι χέρι τα μικρότερα, τα μεγαλύτερα αγόρια όλο ματιές γλυκές στα κορίτσια… Κι ο δάσκαλος ευθυτενής, με αργό βήμα, ακουμπώντας σ’ένα ραβδί, ακολουθούσε αργά αργά και σιγομουρμούριζε, «… σε περιμένω, γύρισε, μικρούλα μου κοπέλα, έλα, έλα, έλα…» Σαν φτάσαμε στην κορυφή, γυρίσαμε κατά το χωριό και ο καθένας πάσχιζε να διακρίνει το σπίτι του, το μαχαλά του, τον κεντρικό δρόμο, την πλατεία. «Α, πόσο διαφορετικά φαίνονται όλα από δω…» μονολόγησε η Κατερίνα κι ο Δύσσιος συμπλήρωσε, «Φαίνονται μικρότερα όλα». Ο ήλιος έκαιγε και το φως του μας τύφλωνε. Πουθενά ένα δεντράκι. Άλλος έβαζε μπροστά τις παλάμες, άλλος στο κεφάλι του την μπλούζα ή το σακάκι του. Όλοι μισοζαλισμένοι γείραμε στο ελαφρά νοτισμένο χώμα με τα λιγοστά φτωχά λουλουδάκια, κρινάκια και απομεινάρια του καλοκαιριού. Ο δάσκαλος με τα μεγαλύτερα παιδιά συζητούσαν πώς θα δεντροφυτεύσουν την Καρδαρού και θα την κάνουν ομορφότερη. Τους υποσχέθηκε να ενεργήσει «τα δέοντα» προς τη Διεύθυνση Δασοπονίας Στερεάς Ελλάδας. Η Λαμία είχε ονομαστό φυτώριο απ’όπου μπορούσε, είτε κοινότητα είτε σχολείο είτε ιδιώτης, να προμηθευθεί ανάλογα δενδρύλλια. Τα παιδιά χάρηκαν με τη συζήτηση και άρεσε η ιδέα της δενδροφύτευσης. Στο γυρισμό δε συζητούσαν τίποτ’άλλο παρά πώς θα μπορούσε ο καθένας να βοηθήσει. Φαντάζονταν την Καρδαρού δενδροφυτευμένη, δροσερή, όμορφη κοπελούδα και να χαιρετάει το χωριό σαν φυσάει ο αέρας και σειόνται τα δέντρα με τα πράσινα κλαριά τους… Η εκδρομή εκείνη έγινε αργότερα αφορμή να γεννηθούν κι άλλες ιδέες γύρω από τα δέντρα. Κι ένα θέμα που τράβηξε την προσοχή όλων ήταν να καλλωπίσουμε το σχολείο μας. Να φυτέψουμε λουλούδια σε παρτέρια και δέντρα ένα γύρω. Την επόμενη σχολική χρονιά αποφασίσαμε να ασχοληθούμε σοβαρά με το ζήτημα αυτό. «Τα κορίτσια να αναλάβουν τα λουλούδια», είπε χαμηλόφωνα ο Χαράλαμπος, σαν να μην ήθελε να ακουστεί. «Εμείς τα δέντρα». Τα πράγματα πήγαιναν να μπερδευτούν, αλλά ο δάσκαλος έδωσε τη λύση. «Να δηλώσει ο καθένας τι θέλει, άσχετα αν είναι αγόρι ή κορίτσι. Να κάνετε ομάδες συνεργασίας…» Γρήγορα άρχισαν οι συζητήσεις, και οι παρεξηγήσεις βέβαια. Στη δική μου παρέα ανήκαν τέσσερα αγόρια και μια κοπέλα, όλοι μαθητές της Τρίτης τάξης: ο μεγάλος Αντώνης, ο μικρός Αντώνης, ο Κώστας, ο Βασίλης και η Βασούλα. Διαλέξαμε την ανατολική πλευρά της αυλής, σύρριζα προς το χωματόδρομο, που χώριζε το σχολείο από τα κοντινά σπιτάκια της γειτονιάς. Μετρήσαμε σε ευθεία μια απόσταση ως είκοσι πέντε με τριάντα μέτρα περίπου κι εκεί βάλαμε σημάδι ανά πέντε μέτρα, όπου θα σκάβαμε κι έναν μικρό λάκκο για να δεχτεί το καινούριο δεντράκι. «Αλήθεια τι δεντράκια θα διαλέξουμε;» είπε η Βασούλα. «Εγώ λέω το ίδιο δεντράκι να διαλέξουμε όλοι, αφού είμαστε φίλοι», είπε ο μεγάλος Αντώνης. «Σύμφωνοι, σύμφωνοι…» «Τι δεντράκι, είπε ο Κώστας. «Λεύκα, κορομηλιά, αχλαδιά, κερασιά, πλάτανο, πεύκο, τι ;» «Λεύκα», είπα δυνατά. «Μου αρέσουν τα φύλλα της όταν φυσάει ο αέρας, είναι σαν να χορεύει ολόκληρη». «Λεύκα», είπε και η Βασούλα. «Γίνεται πολύ ψηλή». «Λεύκα», είπε κι ο μικρός Αντώνης. «Ζει πολλά χρόνια». Έτσι, λοιπόν, αποφασίσαμε και δηλώσαμε στο δάσκαλο ότι θέλουμε πέντε δενδρύλλια λεύκας για την ανατολική πλευρά της αυλής. Οι μέρες περνούσαν αργά, αλλά γεμάτες σχέδια και όνειρα. Και οι πέντε γίναμε αχώριστοι, μια γροθιά. Ο Κώστας μάλιστα πρότεινε και το συνθηματικό ΚΑΒΒΑ που προερχόταν από τα αρχικά γράμματα των ονομάτων μας: (Κώστας, Αντώνης, Βασίλης, Βασούλα, Αντώνης), αλλά αποδείχτηκε ατυχής πρόταση και αναγκαστήκαμε γρήγορα να το εγκαταλείψουμε. Όσοι μας άκουσαν ρωτούσαν τι σημαίνει «Κάβα», «Καβά», «Κακάβα». Κι όταν ακούσαμε να μας φωνάζουν «Βρε γκαβά», νιώσαμε πετριά στο κεφάλι μας και τα βάλαμε με τον Κώστα που είχε αυτή τη φαεινή ιδέα! Είχαν περάσει τα Χριστούγεννα με το χιονιά και μέσα Μαρτίου άρχισε η φύση να ξεμουδιάζει και να ζωογονιέται. Τα δενδρύλλια από το φυτώριο της Λαμίας έφτασαν λίγες μέρες πριν από την 25η Μαρτίου. Την προπαραμονή κουβαλήσαμε στο σχολείο αξίνες, σκαλιστήρια και τσαπιά – σχεδόν κάθε παιδί κρατούσε κι ένα εργαλείο. Κάθε ομάδα παιδιών φρόντισε τα δικά της δεντράκια. Ως το μεσημέρι το σχολείο είχε στολιστεί. Περιμετρικά της αυλής φυτεύτηκαν δεκάδες δεντράκια. Στην ανατολική πλευρά οι πέντε λεύκες μας, οι «πεντάλευκες». «Τι όμορφες! Σαν κοπελούδες που τινάζουν πέρα δώθε τις κοτσίδες τους», έλεγε ο μεγάλος Αντώνης, όταν φύσαγε ο αέρας κι αυτές λιγνόκορμες έγερναν πότε στη μια και πότε στην άλλη μεριά. Στην επιθεώρηση που έκανε ο δάσκαλος νιώσαμε περήφανοι: «Μπράβο σας, κάνατε ωραία εκλογή. Θα’ρχεστε ύστερα από πολλά χρόνια και θα τις καμαρώνετε… Να τις φροντίζετε όμως…» «Κύριε», είπε η Βασούλα, «αύριο θα τις βαφτίσουμε». «Τι θα κάνετε;» «Θα δώσει ο καθένας στη δική του λεύκα το όνομα που θέλει». «Μμ…» έκανε ο δάσκαλος και χαμογέλασε. «Δεν το’χα σκεφτεί. Μου φαίνεται καλή ιδέα». Το μάθανε όλοι οι μαθητές και περίμεναν την άλλη μέρα. Έφερε ο καθένας της παρέας μας μια κορδέλα, απ’όπου κρεμόταν ένα χάρτινο μενταγιόν σε σχήμα καρδούλας με το βαφτιστικό όνομα της λεύκας. Πρώτη η σειρά του Κώστα. Κρέμασε στη λεύκα του το μενταγιόν με το όνομα Λυγερή. Ο μεγάλος Αντώνης την ονόμασε Λευκόφυλλη, εγώ Ασημούλα, η Βασούλα Ηλιόφωτη κι ο μικρός Αντώνης Ελευθερία. Άρεσε αυτό που κάναμε σε όλους τους μαθητές και μας χειροκρότησαν. Την άλλη μέρα 25η Μαρτίου. Οι χωριανοί καμάρωναν και χειροκροτούσαν τα παιδιά τους στη σχολική γιορτή με τα ποιήματα και τα θεατρικά σκετς. Όλοι έδιναν συγχαρητήρια στο δάσκαλο για τη δεντροφύτευση και τον καλλωπισμό του σχολείου. Πολλοί περνούσαν μπροστά από τις λεύκες που έστεκαν καμαρωτές με την κορδελίτσα στο λαιμό και το μενταγιόν, λες και συμμετείχαν κι αυτές στον διπλό γιορτασμό της πατρίδας: του Ευαγγελισμού και της Επανάστασης του ’21. Τα χρόνια πέρασαν. Συμπληρώθηκαν αρκετές δεκαετίες από κείνα τα φτωχά αλλά κι ευτυχισμένα παιδικά χρόνια. Όποτε επισκέπτομαι το χωριό, θα πάω να χαιρετήσω τις «πεντάλευκες», όπως τις λέγαμε τότε, και να θυμηθώ την πεντάδα, από την οποία όμως λείπει ο μεγάλος Αντώνης. Έκανε πριν από χρόνια, τόσο νέος, το μεγάλο ταξίδι… Σκέφτομαι καμιά φορά πόση αξία έχουν τα δέντρα στη ζωή του ανθρώπου μα και πέρα απ’αυτήν… αξία μέσα στο χρόνο, για το μέλλον…Κι όταν φυτεύουμε ένα δέντρο με τη γέννηση ενός παιδιού, είναι σαν να καλωσορίζουμε το μέλλον του νέου ατόμου… Να γιατί η πράξη του δημάρχου της Ρόδου να φυτεύει κάθε χρόνο τόσα δεντράκια όσες και οι νέες γεννήσεις είναι βαθιά ανθρώπινη και συμβολική. Κάθε νεογέννητο παιδί κι ένα νεογέννητο δεντρί, ένα καινούριο μέλλον!
(Η υπογράμμιση της υποφαινομένης)
|